Ο Θυμός είναι το πιο δύσκολο συναίσθημα για τους περισσότερους. Πολύ χρήσιμος, πολύ παρεξηγημένος, άλλοτε απωθείται και άλλοτε προβάλει σαν ηφαίστειο… Τον φοβόμαστε όταν τον βλέπουμε στους άλλους, τον τρέμουμε όταν τον νιώθουμε οι ίδιοι. Να θυμώσω; Ή να μη θυμώσω καλύτερα; Να μιλήσω; Ή καλύτερα να σιωπήσω; Πολλά ερωτήματα προκύπτουν και επίσης πολλές απαντήσεις. Το θέμα του θυμού είναι περίπλοκο, μπερδεύει και δυσκολέυει.
Τί είναι όμως στ’ αλήθεια ο θυμός; Καταρχήν είναι ένα συναίσθημα. Και το συναίσθημα είναι κάτι κινητικό, είναι μία ενέργεια που κινείται μέσα στο σώμα. Το να νιώσει κανείς αυτή την ενέργεια είναι ένα πρώτο και σημαντικό βήμα. Αρκετά συχνά αυτή η ενέργεια κινείται προς το κεφάλι με σκοπό κάποιος να φωνάξει, κινητοποιεί τις φωνητικές χορδές. Κινείται επίσης προς τα χέρια, με απώτερο σκοπό την επίθεση. Γενικά είναι μια ενέργεια που συνήθως κινείται στο επάνω μέρος του σώματος, όπως χαρακτηριστικά φαίνεται και σε απεικονίσεις των περιοχών που ενεργοποιεί το συναίσθημα του θυμού στο ανθρώπινο σώμα.
Το ότι κάποιος θυμώνει, δίνει μια πολύ σημαντική πληροφορία, είναι μία αντίδραση σε κάποιο γεγονός. Σημαίνει ότι απειλείται, ότι καταπατήθηκαν τα όριά του, ότι κινδυνεύει από μια εισβολή ή από μία απώλεια. Σίγουρα κάτι έχει πυροδοτήσει αυτή την αντίδραση θυμού και αυτό είναι προς εξερεύνηση. Με το να βιώσει απλά κάποιος αυτήν την ενέργεια του θυμού που κινείται μέσα στο σώμα και με το να σκεφτεί τι τον πυροδότησε, σίγουρα δεν κινδυνεύει κανείς. Εκεί που αρχίζουν να περιπλέκονται τα πράγματα είναι με το τι να κάνουμε αυτή την ενέργεια.
Συνήθως δυσκολευόμαστε να εκφράσουμε το αίσθημα δυσφορίας, από φόβο μήπως χάσουμε τη σχέση με τον άνθρωπο που μας προκάλεσε αυτό το συναίσθημα. Και το να χάσουμε μία σχέση που θέλουμε, που έχουμε ανάγκη, που είναι σημαντική για τη ζωή και την επιβίωση μας, φαντάζει δύσκολο και απειλητικό. Έτσι προτιμάμε να μη μιλήσουμε, να μη διαμαρτυρηθούμε, να σιωπήσουμε. Σε άλλες περιπτώσεις, ακόμα και αν επιλέξουμε να μιλήσουμε, βλέπουμε ότι το συναίσθημα μας ακυρώνεται, δε βρίσκουμε απόκριση από τον απέναντι άνθρωπο, δεν υπάρχει κατανόηση. Όταν αυτό το σκηνικό συμβεί επανειλημμένα και μάλιστα το βιώνουμε από πολύ μικρή ηλικία, μαθαίνουμε να κατεβάζουμε το διακόπτη του θυμού. Σταματάμε να τον νιώθουμε, καθώς είμαστε πεπεισμένοι ότι δε θα εισακουστούμε, ότι δεν έχει κανένα νόημα το να θυμώσουμε, ότι μόνο προβλήματα μπορεί να προκαλέσει.
Έτσι φτάνουμε σε αυτό που αποκαλούμε “καταπιεσμένος θυμός”. Θυμός που δεν τον νιώθουμε πια, είναι σα να μην υπάρχει. Όμως στ’ αλήθεια υπάρχει κάπου καταχωνιασμένος, βρίσκεται συσσωρευμένος κάπου στο σώμα μας και σε πολλές περιπτώσεις μπορεί να μας δημιουργεί προβλήματα.
Η ψυχοθεραπεία έχει σκοπό -μεταξύ άλλων- να επιστρέψει στον άνθρωπο το χαμένο δικαίωμα στο τόσο σημαντικό συναίσθημα του θυμού. Να του επιτρέψει να το νιώσει στο σώμα του, να το ταυτοποιήσει και μετά να μπορέσει να το εκφράσει με ασφάλεια, χωρίς να προκαλέσει κακό σε κάποιον. Να το ενσωματώσει αντί να το αποκηρύξει. Με τον τρόπο αυτό ανακτάται πολύτιμη ζωτική ενέργεια που μπορεί πλέον να χρησιμοποιηθεί ώστε ο άνθρωπος να κυνηγήσει τα όνειρα του.